- ἀωρί
- ἀωρίat an untimely hourindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… … Dictionary of Greek